Μαρία Γιαννακάκη
Ειδικευόμενη Ιατρός Βιοπαθολόγος
Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων ΓΝΝΘΑ
"Η ΣΩΤΗΡΙΑ"
Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι μια
αιματολογική κακοήθεια, στην οποία διαταράσσεται η διαφοροποίηση των λευκών
αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυξημένος αριθμός ανώριμων
λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα . Είναι μία από τις τέσσερις συνηθέστερες
μορφές λευχαιμίας, αντιπροσωπεύοντας, παγκοσμίως, το 10-15% του συνόλου των
περιστατικών λευχαιμίας στους ενήλικες. Κάθε χρόνο, διαγιγνώσκονται ένα με δύο
περιστατικά ανά 100.000 άτομα. Η ΧΜΛ συνήθως εμφανίζεται στη μέση ηλικία - στα
45 με 55 έτη κατά μέσο όρο - ενώ περίπου το 2% των περιστατικών είναι παιδιά.
Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1200 ασθενείς με ΧΜΛ.
Η ΧΜΛ χαρακτηρίζεται από ένα ελαττωματικό χρωμόσωμα, το οποίο ονομάζεται
Χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph). Το χρωμόσωμα αυτό είναι αποτέλεσμα μιας ανταλλαγής
γενετικού υλικού ανάμεσα στα χρωμοσώματα 9 και 22. Συγκεκριμένα, ένα μέρος του
22 μετατίθεται στο 9 και αντίστροφα. Μέσω αυτού του φαινομένου (αντιμετάθεση)
προκύπτει το βραχύ χρωμόσωμα Ph.
Εν συνεχεία, το χρωμόσωμα Ph, το οποίο εντοπίζεται σε όλους σχεδόν τους
ασθενείς με ΧΜΛ, δίνει την εντολή για τη σύνθεση ενός ελαττωματικού ενζύμου
γνωστό ως τυροσινική κινάση Bcr-Abl. Το ένζυμο αυτό διαταράσσει τους
μηχανισμούς σηματοδότησης που σχετίζονται με την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων.
Με αυτόν τον τρόπο, οδηγούμαστε στην ανεξέλεγκτη παραγωγή των τελευταίων.
ΕΡΩΤΗΜΑ
Τι συμβαίνει αν έχουμε ένα δείγμα αίματος στο οποίο υποψιαζόμαστε
ότι η διάγνωση είναι χρόνια μυελογενης λευχαιμία
(CML), όμως δεν έχουμε στη διάθεση μας πρόσβαση σε
κυτταρογενετικές ή μοριακές εργαστηριακές μεθόδους; (για να ψάξουμε για το χρωμόσωμα
Philadelphia ή την bcr-abl μετατόπιση)
Πρώτα θα αναζητήσουμε όλα
τα μορφολογικά στοιχεία που μπορούμε.
Η CML
συνήθως παρουσιάζεται:
με αξιοσημείωτη
λευκοκυττάρωση (τα λευκά αιμοσφαίρια είναι συχνά >100.0×109/L)
με μια έντονη στροφή
προς τα αριστερά μέχρι τους μυελοβλάστες (παρ' όλο που ανευρίσκονται σχετικά λίγοι
μυελοβλάστες).
Μια καλοήθης στροφή προς
τα αριστερά συνήθως παρουσιάζεται:
με μια ήπια έως μέτρια λευκοκυττάρωση
(ο αριθμός των ουδετερόφιλων είναι συχνά σχεδόν σε φυσιολογικά επίπεδα. Δεν είναι
γενικά ποτέ κοντά στο μέγεθος που συναντάμε συχνά στη CML).
και τα ουδετερόφιλα έχουν
υποστεί στροφή προς τα αριστερά μέχρι τα μεταμυελοκύτταρα ή τα μυελοκύτταρα (σπάνια βλέπουμε προμυελοκύτταρα και πρακτικά
δεν βλέπουμε ποτέ μυελοβλάστες).
επίσης η CML
τείνει να έχει
μια "περίσσεια" στην περιοχή των μεταμυελοκυττάρων. Αντιθέτως μια καλοήθης
στροφή προς τα αριστερά δεν χαρακτηρίζεται από κάτι τέτοιο. Στην τελευταία τα κύτταρα
είναι λίγο έως πολύ παρόντα σε αριθμό που ελαττώνεται καθώς τα κύτταρα
προχωρούν πίσω στην ωρίμανσή τους δηλαδή υπάρχουν περισσότερα κατατετμημένα από
ακέραια ουδετερόφιλα, περισσότερα ουδετερόφιλα από μεταμυελοκύτταρα, περισσότερα
μεταμυελοκύτταρα από μυελοκύτταρα, περισσότερα μυελοκύτταρα από προμυελοκύτταρα...
και βλάστες βασικά δεν υπάρχουν)
τέλος η CML
έχει επιπλέον
και βασεοφιλία, ενώ η καλοήθης στροφή προς τα αριστερά δεν έχει.
Αν όμως θέλουμε περισσότερες
αποδείξεις ότι πρόκειται για CML μπορούμε να ελέγξουμε
την ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ (Ή ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΙΚΗ) ΑΛΚΑΛΙΚΗ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ. Αυτό το τεστ δεν χρησιμοποιείται πια τόσο όσο στο παρελθόν, γιατί
τώρα συνήθως χρησιμοποιούμε κατευθείαν κυτταρογενετικές και μοριακές τεχνικές
για ανεύρεση του χρωμοσώματος Philadelphia ή της bcr-abl
μετατόπισης.
Παραμένει όμως ένα καλό τεστ όταν δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτές τις τεχνικές. Αυτό
το τεστ βασίζεται στις εξής αρχές: Η LALP είναι ένα ένζυμο που υπάρχει
σε φυσιολογικά ουδετερόφιλα, αλλά απουσιάζει εντελώς (ή βρίσκεται σε ελάχιστες συγκεντρώσεις)
σε κακοήθη ουδετερόφιλα (όπως αυτά της CML). Έτσι αν διαπιστώνεται
μια συσσώρευση από ουδετερόφιλα, και η LALP είναι έντονα θετική σε αυτά
τα κύτταρα, μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι η συσσώρευση αυτή των ουδετερόφιλων
είναι καλοήθης. Ωστόσο αν η LALP είναι αρνητική ή ασθενώς
θετική, αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι αυτά τα ουδετερόφιλα είναι κακοήθη και ότι
έχουμε να κάνουμε με περίπτωση CML. Φυσικά θα σταλεί δείγμα
αίματος ή μυελού των οστών για περαιτέρω διαγνωστικές εξετάσεις αλλά εντωμεταξύ
η LALP μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση και στην διαλογή
του περιστατικού.