Ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξή του είναι το υδάτινο (λίμνες, ποτάμια, δεξαμενές, πισίνες, συστήματα ύδρευσης μονάδων, κλιματιστικά συστήματα, ιαματικές πηγές). Είναι αρκετά ανθεκτικό στο περιβάλλον και αναπτύσσεται σε θερμοκρασία 20-40ο C. Η συχνότητα της νόσου ποικίλει στις διάφορες χώρες από 1,5-4,5%.
O άνθρωπος προσβάλλεται μέσω εισπνοής ή εισρόφησης μικροσταγονιδίων, που περιέχουν τον μικροοργανισμό. Το βακτήριο δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο χρόνος επώασης και εκδήλωσης των συμπτωμάτων κυμαίνεται από 2-10 ημέρες.
Τα συμπτώματα της νόσου των Λεγεωναρίων είναι παρόμοια με άλλες μορφές πνευμονίας (βήχας, υψηλός πυρετός, εμετοί, διάρροια κ.α). Επειδή η νόσος περιλαμβάνει αρκετά συμπτώματα πνευμονικά, αλλά και εξωπνευμονικά, η διάγνωση, με βάση την κλινική εικόνα, είναι δύσκολη.
Στο μικροβιολογικό εργαστήριο του νοσοκομείου μας εφαρμόζεται, η μέθοδος της ανοσοχρωματογραφίας μεμβράνης. Η μέθοδος υπερέχει στο ότι είναι απλή, ταχεία, και δεν απαιτεί ειδικό εξοπλισμό και εμπειρία προσωπικού. Πρόκειται για μια ταχεία και αξιόλογη μέθοδο, η οποία βασίζεται στη χημική συγγένεια αντιγόνου-αντισώματος, απαιτεί μικρή ποσότητα ούρων και δίνει αποτέλεσμα σε 15 λεπτά. Τα αντιγονικά υλικά μπορεί να έχουν ολόκληρα μικρόβια ή τμήματα των μικροβιακών κυττάρων στα ούρα, στη διάρκεια της νόσου, αλλά και κατά τη αποδρομή της νόσου (αρκετοί μήνες), επομένως, η θετική αντίδραση είναι ισχυρή ένδειξη ότι, ο ασθενής, νοσεί ή έχει νοσήσει. Η δοκιμή ανιχνεύει μόνο την οροομάδα 1 της Legionella pneumophila (τα περισσότερα περιστατικά οφείλονται σε Legionella pneumophila οροομάδα 1). Αρνητικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει ότι ο ασθενής δεν πάσχει από τη νόσο των λεγεωναρίων, αλλά υποδηλώνει την απουσία του αντιγόνου στα ούρα, στη συγκεκριμένη δοκιμή.
Θεραπεία: Η θεραπεία της νόσου γίνεται με αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, όπως κινολόνες και μακρολίδες κ.τ.λ., σύμφωνα με τις συστάσεις των ειδικών και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα. .
Πρόγνωση: Η νόσος αποτελεί το 1-8% των πνευμονιών της κοινότητας. Η έγκαιρη διάγνωση καθιστά εύκολη την αντιμετώπιση της νόσου. Η καθυστέρηση της διάγνωσης καθώς και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες συμβάλουν στην παράταση της νοσηλείας με πιθανές επιπλοκές της νόσου. Η θνησιμότητα της νόσου μπορεί να φτάσει περίπου το 15%.