Classifying new anti-tuberculosis drugs: rationale and future perspectives
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ενημέρωσε πρόσφατα
(2016) την ταξινόμηση των νέων φαρμάκων κατά της φυματίωσης (TB). Ωστόσο,
παρόλο που δεν απαιτείται ακόμη πιο νέα ταξινόμηση, ήδη έχει αρχίσει η συζήτηση
για πιθανά μελλοντικά βήματα, με ιδιαίτερη έμφαση σε μερικά από τα ήδη
υπάρχοντα δεύτερης γραμμής φάρμακα κατά της φυματίωσης.
Η ταξινόμηση των
φαρμάκων κατά της φυματίωσης είναι σημαντική καθώς βοηθά τον κλινικό για να
δημιουργήσει μια κατάλληλη θεραπευτική αγωγή κατά της φυματίωσης για περιστατικά
πολυανθεκτικής (MDR) και εξαιρετικά ανθεκτικής στα φάρμακα (XDR) TB.
Στόχος του άρθρου αυτού είναι να περιγράψει τις πρόσφατες
αλλαγές στις κατευθυντήριες οδηγίες του ΠΟΥ.
2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Βάσει πρόσφατων στοιχείων σχετικά με συγκεκριμένα συστατικά,
για ορισμένα φάρμακα ενδέχεται να αυξηθεί ή να μειωθεί η σημασία τους στο
μέλλον.
2.1. GROUP 1
Σύμφωνα με τη δοκιμή ευαισθησίας φαρμάκων (DST), όλα τα
ενεργά φάρμακα του group
1 του 2011 θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο σχήμα του 2016 λαμβάνοντας υπόψη ότι
η isoniazid, η rifampicin/rifabutin, και η pyrazinamide είναι
βασικά φάρμακα και η ethambutol
είναι συνοδευτικό φάρμακο. Η Streptomycin δεν χρησιμοποιείται πλέον
στην ρουτίνα.
Στο σχήμα του 2016 αλλά και μελλοντικά η υψηλή δόση isoniazid μπορεί να προστεθεί
σε ένα σχήμα MDR / XDR-TB όταν η μετάλλαξη katG δεν ανιχνεύεται, αλλά δεν θα
πρέπει να αποτελέσει ένα από τα τέσσερα πρωταρχικά φάρμακα (αν και πρόσφατα
στοιχεία υποδηλώνουν ότι η μετάλλαξη παρέχει μόνο ενδιάμεση αντοχή). Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείται pyrazinamide, καθώς το DST είναι αναξιόπιστο. Ωστόσο, δεν θα
πρέπει να θεωρείται ως ένα από τα τέσσερα πρωταρχικά φάρμακα. Η rifabutin πρέπει
να εξεταστεί εάν αποδειχθεί ευαισθησία και υπάρχει ευνοϊκό προφίλ μετάλλαξης.
Ειδικότερα, αν ανιχνευθεί αντοχη στη rifampicin με
ευαισθησία στη rifabutin η rifabutin πρέπει να προστεθεί στο σχήμα, αλλά δεν θεωρείται ως ένα από
τα τέσσερα πρωταρχικά φάρμακα.
Καθώς η νέα ταξινόμηση της ΠΟΥ αποσκοπεί στη διαχείριση
περιπτώσεων ΤΒ ανθεκτικών στα φάρμακα και όχι όλων των περιπτώσεων, όπως στην
ταξινόμηση του 2011, τα φάρμακα του group 1 χάνουν προτεραιότητα. Στη νέα ταξινόμηση του 2016 του ΠΟΥ
ανήκουν, στην πραγματικότητα, στο group D1 και μελλοντικά στο group D.
2.2. GROUP Α
Σύμφωνα με τη νέα ταξινόμηση της ΠΟΥ για το 2016, το group Α περιλαμβάνει πλέον fluoroquinolones και το group
Β περιλαμβάνει ενέσιμα φάρμακα δεύτερης γραμμής. Οι fluoroquinolones (ιδιαίτερα
οι fluoroquinolones επομενων γενεων, όπως η υψηλής δόσης levofloxacin ή gatifloxacin ή moxifloxacin) είναι βασικά
φάρμακα που αποδεικνύουν τη βακτηριοκτόνο και αποστειρωτική δράση με ένα καλό
προφίλ ασφάλειας. Η χρήση τους προβλέπει θετικό αποτέλεσμα στη θεραπεία της MDR-TB. Είναι
οι καλύτεροι παράγοντες για τη θεραπεία της MDR-TB.
2.3. GROUP Β
Τα ενέσιμα φάρμακα δεύτερης γραμμής της ταξινόμησης του 2016
έχουν μόνο βακτηριοκτόνο δράση και δεν έχουν αποστειρωτική δράση. Καθώς το
προφίλ ασφαλείας είναι σαφώς χειρότερο από αυτό των fluoroquinolones, παραμένουν ένα βήμα
κάτω από αυτά στην κατάταξη.
Επιπλέον, στο μέλλον η δεύτερη ομάδα στην ιεραρχία φαρμάκων
(group Β) μπορεί να
περιλαμβάνει τρία βασικά φάρμακα από το στόμα, linezolid, bedaquiline και delamanid (και ενδεχομένως, sutezolid, tedizolid και pretomanid), εάν αυτά τα φάρμακα
αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικά και καλύτερα ανεκτά από τα ενέσιμα.
Επιπλέον, η κατοχή ενός
group Β που χορηγείται από το στόμα θα μπορούσε να σημαίνει
ότι μπορεί σύντομα να είναι εφικτή η χορήγηση ενός σχήματος χωρίς ενέσιμα φάρμακα
για τη θεραπεία ασθενών με MDR-TB. Αυτό σημαίνει δυνητικά
μικρότερη τοξικότητα, λιγότερη παρακολούθηση και λιγότερες διαμονές και
επισκέψεις στο νοσοκομείο, και ενδεχομένως καλύτερη τήρηση οδηγιών.
2.4. GROUP C
H Linezolid,
η clofazimine, η ethionamide/prothionamide, και η cycloserine/terizidone συμπεριλαμβάνονται
στο group C της
ταξινόμησης του 2016. H Linezolid είναι ένα βασικό από του
στόματος φάρμακο με βακτηριοκτόνο και αποστειρωτική δράση. Υπάρχουν επαρκή
αποδεικτικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητά του. Το φάρμακο είναι δραστικό
και η τεκμηριωμένη του τοξικότητα αποτελεί το κύριο εμπόδιο στη συνεχή χρήση
του. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μετριαστεί με χαμηλότερες δόσεις και την
παρακολούθηση της θεραπείας. Η Linezolid
έχει την αποτελεσματικότητα που απαιτείται για να είναι μέρος μιας μελλοντικής
υποθετικής group Β με φάρμακα μόνο από το στόμα.
Με γνώμονα την αποτελεσματικότητα, το δεύτερο φάρμακο στην ομάδα αυτή θα
μπορούσε να είναι η ethionamide/prothionamide, η οποία έχει
μέτρια βακτηριοκτόνο δράση αλλά με αποδεκτό προφίλ τοξικότητας. Ο τρίτος
φαρμακευτικός παράγοντας θα μπορούσε να είναι η clofazimine, καθώς αυτή έχει πιθανή
αποστειρωτική δραστηριότητα και καλή ανοχή. Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι η
cycloserine, το χειρότερο από τα τέσσερα, με πρακτικά καμία βακτηριοκτόνο ή αποστειρωτική
δραστηριότητα και με πτωχή τοξικότητα.
2.5. GROUP D
Το group D1 της
ταξινόμησης για το 2016 περιλαμβάνει pyrazinamide, ethambutol,
κα isoniazid σε υψηλές δόσεις. Το group D2 περιλαμβάνει bedaquiline
και delamanid. Αυτές οι
τελευταίες μπορεί να έχουν την αποτελεσματικότητα που απαιτείται για να
αποτελέσουν μέρος ενός μελλοντικού από
του στόματος υποθετικού group Β, δεδομένου ότι τα
στοιχεία για την ασφάλειά τους αυξάνονται, αν και εξακολουθούν να είναι ελλιπή.
Τα στοιχεία σχετικά με τον ασφαλή συνδυασμό τους και τη συνολική διάρκεια της
θεραπείας των συνιστώμενων 6 μηνών εμφανίζονται σταδιακά.
Πρόσφατες αναφορές περιγράφουν την ασφαλή και αποτελεσματική
χρήση της BEDAQUILINE έως 18 μήνες και την
ταυτόχρονη χρήση και των δύο φαρμάκων της ομάδας D2. Η bedaquiline έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός βασικού φαρμάκου, στοχεύοντας τόσο σε ενεργά
πολλαπλασιαζόμενους όσο και σε αδρανείς βακίλλους. Η συμπληρωματική
εμπειρία που προκύπτει από μελέτες παρατήρησης και προγράμματα παρηγορητικής
χορήγησης συμπληρώνει την τρέχουσα εικόνα. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια
της bedaquiline
προέκυψαν από τον ανεξήγητο υψηλότερο αριθμό θανάτων στην ομάδα bedaquiline σε μια μελέτη για
τη χορήγηση αδειών.
Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια που σχετίζεται με τη bedaquiline
είναι η αύξηση του διαστήματος QTc στο
ηλεκτροκαρδιογράφημα. Έχει αναφερθεί ότι η bedaquiline ήταν καλά ανεκτή και
οδήγησε σε καλά αποτελέσματα. Η αναφορά των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι
κρίσιμη για τις συστάσεις σχετικά με τη χρήση της. Συνεπώς, η παρακολούθηση, η
ενεργός επαγρύπνηση και η σωστή αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι
κατά κύριο λόγο μεταξύ των πέντε κριτηρίων που ισχύουν για τη χρήση αυτού του
φαρμάκου. Τέλος, ένα πιθανό ζήτημα είναι η
διασταυρούμενη αντοχή που εμφανίζει με την clofazimine (αν και τα πρόσφατα στοιχεία τείνουν να υποδηλώνουν ότι αυτό
μπορεί να μην είναι κλινικά σχετικό) και η αυξημένη παράταση του διαστήματος QT
με συνδυασμούς clofazimine και bedaquiline (που φαίνεται να είναι ο αιτιολογικός παράγοντας που οδηγεί
σε αυξημένο QTc απο προηγούμενες μελέτες πάνω στην bedaquiline).
Το DELAMANID μπορεί επίσης να θεωρηθεί
ως βασικό φάρμακο λόγω της βακτηριοκτόνου και αποστειρωτικής του δραστικότητας.
Δεν εμφανίζει διασταυρούμενη αντοχή με
άλλα αντι-ΤΒ φάρμακα. Ορισμένες μελέτες παρατήρησης και άλλες έχουν
καταδείξει την αποτελεσματικότητά του και υπάρχουν επίσης κάποιες θετικές
εμπειρίες από την βοηθητική χρήση του. Οι συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας (ΠΟΥ) σχετικά με την χρήση της delamanid περιλαμβάνουν τα ίδια κριτήρια χρησης όπως στην
περίπτωση της bedaquiline.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένας σημαντικός περιορισμός της
χρήσης της bedaquiline και της delamanid είναι ότι μέχρι στιγμής μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους πρώτους 6 μήνες
θεραπείας. Κατά τη θεραπεία ασθενών με XDR-TB, αυτά τα φάρμακα προστίθενται
σε ένα βελτιστοποιημένο θεραπευτικό σχηματικό υπόβαθρο που συχνά περιλαμβάνει
ασθενή και πτωχά ανεκτά φάρμακα (από τις περιορισμένες επιλογές που απομένουν),
με σοβαρές παρενέργειες που επιβάλλουν τη διακοπή είτε όλης της θεραπείας είτε
του υπεύθυνου συστατικού. Όταν συμβεί αυτό, το σχήμα γίνεται ακόμη πιο αδύναμο
και, μόλις ολοκληρωθεί η bedaquiline ή η delamanid μετά από 6 μήνες, το σχήμα είναι επιρρεπές σε αποτυχία.
Η πιθανότητα διατήρησης της bedaquiline και / ή της
delamanid για όλη τη διάρκεια της θεραπείας θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα
εμπρός, όπως το ίδιο θα είναι και η χρήση τους σε ασθενείς με μοτίβα αντοχής
MDR-TB (πέρα από την XDR-TB) ή τα λεγόμενα προ-XDR- TB (π.χ. TB που συνίσταται σε στελέχη ανθεκτικά είτε σε fluoroquinolones είτε σε
ενέσιμα δεύτερης γραμμής).
Μετά την προτεινόμενη αναταξινόμηση των group 2 και 3 της ταξινομησης του 2011
σε group Β το 2016 και group Α το 2016 και
μελλοντικα, αντίστοιχα, τα ενέσιμα
φάρμακα δεύτερης γραμμής του group Β του 2016 ενδέχεται να
έχουν τα χαρακτηριστικά μιας μελλοντικής ομάδας C όπως προτάθηκε πρόσφατα.
Πράγματι, παραμένουν για χρήση βασικά φάρμακα δεύτερης
γραμμής χάρη στη βακτηριοκτόνο δράση τους, αλλά δεδομένης της συσσωρευτικής
τοξικότητάς τους (4-8 μήνες θεραπείας αυξάνουν την πιθανότητα ωτοτοξικότητας ή
νεφροτοξικότητας) και την απαίτηση για παρεντερική ή ενδομυϊκή χορήγηση,
έρχονται δεύτερα από τις προηγουμένως περιγραφείσες ενώσεις. Παρόλο που η
εμπειρία είναι ακόμη περιορισμένη, το meropenem/clavulanate έχει επιδείξει
αποτελεσματικότητα και είναι βακτηριοκτόνο. Μια πρόσφατη μελέτη και μελέτες
παρατήρησης υποχρεώνουν να εξεταστεί το meropenem/clavulanate
ως ένα βασικό φάρμακο στο ίδιο επίπεδο με τις αμινογλυκοσίδες δεύτερης γραμμής
(group 2 το 2011 και group Β το 2016 και group C μελλοντικά). H meropenem διαπιστώθηκε ότι
είναι πιο δραστική από την imipenem σε πρόσφατη μελέτη.
Η ertapenem
έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία ως θεραπεία μετάβασης για περιπτώσεις που υποβλήθηκαν
σε θεραπεία στο νοσοκομείο με meropenem
που έπρεπε να εγκαταλειφθεί, καθώς η πρώτη μπορεί να χορηγηθεί μία φορά την
ημέρα ενδομυϊκά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Εάν επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα και το προφίλ
ασφάλειας ορισμένων φαρμάκων όπως LINEZOLID,
BEDAQUILINE ΚΑΙ DELAMANID, ενδέχεται να ανέβουν στην ιεραρχία των φαρμάκων
κατά της ΤΒ, όπως προτάθηκε πρόσφατα. Επί
του παρόντος συνιστώνται bedaquiline και delamanid μόνο σε περιπτώσεις XDR-TB ή
MDR-TB, όταν δεν υπάρχουν άλλες επιλογές ή δεν είναι ανεκτές.
Η αναγνώριση και η ταχεία διαχείριση των πιθανών
ανεπιθύμητων ενεργειών παραμένει προτεραιότητα, όπως συνιστάται από τον ΠΟΥ,
για τα νέα φάρμακα καθώς και για τα άλλα φάρμακα δεύτερης γραμμής, (π.χ. thionamides, cycloserine και p-aminosalicylic acid μεταξύ των άλλων).
Μεταξύ των παραγόντων που συμβάλλουν στην επιτυχία ενός
φαρμάκου, επισημαίνεται η ευκολία
διαθεσιμότητας του φαρμάκου και των εργαστηριακων εξετάσεων για την επιβεβαίωση
της ευαισθησίας ή της αντοχής, καθώς και του προφίλ κόστους-αποτελεσματικότητας.
Η δημιουργία μιας
ιεραρχίας των φαρμάκων δεύτερης γραμμής κατά της φυματίωσης είναι δύσκολη,
καθώς προσπαθούμε να αξιολογήσουμε την επίδραση ενός μόνο συστατικού σε ένα
σχήμα πολλαπλών φαρμάκων.
References
1World Health Organization . WHO treatment
guidelines for drug-resistant tuberculosis 2016 update. WHO/HTM/TB 2016.04. Geneva: WHO; 2016.
2J.A. Caminero, A. ScardigliClassification
of antituberculosis drugs: a new proposal based on the most recent evidence Eur
Respir J, 46 (2015), pp. 887-893 CrossRefView Record in
Scopus
3World Health Organization. Companion handbook
to the WHO guidelines for the programmatic management of drug-resistant
tuberculosis. WHO/HTM/TB/2014.11. Geneva:
WHO; 2014.
4J.A. Caminero, G. Sotgiu, A. Zumla, G.B. MiglioriBest
drug treatment for multidrug-resistant and extensively drug-resistant
tuberculosis Lancet Infect Dis, 10 (2010), pp. 621-629
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΡΘΡΟΥ
Μ. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ ,ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΗ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
Ε.Δ.ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ ΣΥΝΤ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΩΝ
ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ»
(1) WHO
2011 TB drugs classification
|
(2) WHO
2016 TB drugs classification
|
(3)
Possible future evolutions
|
Group 1
First-line oral anti-TB drugs
|
• Isoniazid
• Rifampicin
• Ethambutol
• Pyrazinamide
|
Group A
Fluoroquinolones
|
• Levofloxacin
• Moxifloxacin
• Gatifloxacin
|
Group A
Fluoroquinolones
|
• Levofloxacin
• Moxifloxacin
• Gatifloxacin
|
Group 2
Injectable anti-TB drugs (injectable or parenteral agents)
|
• Streptomycin
• Kanamycin
• Amikacin
• Capreomycin
|
Group B
Second-line injectable agents
|
• Amikacin
• Capreomycin
• Kanamycin
(Streptomycin)
|
Group B
Other core second-line agents
|
• Bedaquiline
• Delamanid
• Ethionamide/prothionamide
• Cycloserine/terizidone
• Linezolid
• Clofazimine
|
Group 3
Fluoroquinolones
|
• Levofloxacin
• Moxifloxacin
• Gatifloxacin
• Ofloxacin
|
Group C
Other core second-line agents
|
• Ethionamide/prothionamide
• Cycloserine/terizidone
• Linezolid
• Clofazimine
|
Group C
Second-line injectable agents
|
• Amikacin
• Capreomycin
• Kanamycin
• Meropenem/clavulanate
|
Group 4
Oral bacteriostatic second-line anti-TB drugs
|
• Ethionamide/prothionamide
• Cycloserine/terizidone
• p-Aminosalicylic
acid
|
Group D
Add-on agents (not core MDR-TB regimen components)
|
D1
|
• Pyrazinamide
• Ethambutol
• High-dose isoniazid
|
Group D
Add-on agents (not core MDR-TB regimen components)
|
• Pyrazinamide
• Ethambutol
• High-dose isoniazid
• p-Aminosalicylic
acid
• Amoxicillin–clavulanate
• Rifabutin
|
Group 5
Anti-TB drugs with limited data on efficacy and long-term safety in the
treatment of drug-resistant TB
|
• Linezolid
• Clofazimine
• Amoxicillin/clavulanate
• Imipenem/cilastatin
• Meropenem
• High-dose isoniazid
• Thioacetazone
• Clarithromycin
|
D2
|
• Bedaquiline
• Delamanid
|
D3
|
• p-Aminosalicylic
acid
• Imipenem–cilastatin
• Meropenem
• Amoxicillin–clavulanate
• (Thioacetazone)
|