ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ...

Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ ΜΑΣ …

Η έκδοση του Ηλεκτρονικού Ενημερωτικού Δελτίου (NEWSLETTER) του Μικροβιολογικού - Βιοχημικού Εργαστηρίου και Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων, γίνεται με τη φιλοδοξία να αποτελέσει βήμα σύντομης και υπεύθυνης επικοινωνίας, ενημέρωσης και διαλόγου, σε επίκαιρα θέματα εργαστηριακής πρακτικής, στο χώρο του Νοσοκομείου μας .

Με στόχο την ενημέρωση για τεκμηριωμένες θέσεις και οδηγίες , βάσει των εφαρμοζόμενων εργαστηριακών διαδικασιών και μεθόδων και της σύγχρονης βιβλιογραφίας, την παρουσίαση και συζήτηση των θεμάτων ορθολογικής διαχείρισης των διατιθέμενων πόρων και των σύγχρονων μεθόδων εργαστηριακής διάγνωσης, αλλά και της παρουσίασης, για διευκόλυνση του έργου των κλινικών συναδέλφων, χρήσιμων επιδημιολογικών και στατιστικών στοιχείων, από τα δεδομένα του εργαστηρίου, το «Δελτίο» θα θεωρηθεί ότι έχει επιτύχει, όταν η έκφραση «… το γράφει και το NEWSLETTER του Εργαστηρίου…», θα αποτελεί την επιβεβαίωση της εγκυρότητας και της τεκμηριωμένης επιστημονικής γνώσης.

Στην θεματολογία του θα υπάρχει ως βασικό στοιχείο και το « Βήμα Διαλόγου » , με όλες τις υπηρεσίες και τους εργαζόμενους του Νοσοκομείου μας, για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών μας από το Εργαστήριο. Στόχος μας θα είναι να συμβάλει και ως πηγή πληροφόρησης για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως για την πρόληψη των λοιμώξεων, την υγιεινή και ασφάλεια, τη συνεργασία εργαστηρίου και κλινικής κτλ.

Ελπίζω ότι το ηλεκτρονικό αυτό ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ, που κυκλοφορεί με τη συμβολή όλων των εργαζόμενων στο εργαστήριο, τους οποίους συγχαίρω και ευχαριστώ, θα αποτελέσει για όλους μας ένα καθημερινό εργαλείο εργασίας και ενημέρωσης και καλούμε -όλους τους αποδεκτές- για τη δική σας συνεισφορά, με κείμενα και παρατηρήσεις, για την επιτυχία των στόχων έκδοσης του .

Δρ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Δ. ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ

τ. ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΝΘΑ Η ΣΩΤΗΡΙΑ

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΥΓΙΕΙΝΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ

Σας γνωστοποιούμε ότι την Τετάρτη 6 Απριλίου 2016 και ώρα 9.15π.μ -10.30 π.μ. στη Αίθουσα Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, του Νοσοκομείου ΓΝΝΘΑ « Η ΣΩΤΗΡΙΑ» (κτίριο 300 Γυναικών, ισόγειο), στο πλαίσιο του Ενδονοσοκομειακού Προγράμματος Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, θα γίνει εκπαιδευτική εκδήλωση με θέμα: «Υγιεινή και Ορθή Διαχείριση των τροφίμων στο Νοσοκομείο» με ομιλήτρια την κ. Μ. Κονταρίνη, Κτηνίατρος – Υγιεινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας και συντονισμός – σχολιασμός την κ. Ν. Οικονόμου, Επόπτρια Δημόσιας Υγείας & την κ. Μ. Μπλέτσα, Διαιτολόγος ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ».  Θα σας παρακαλούσαμε για την  ενημέρωση του προσωπικού του τμήματος σας.

                                                                                       
                                                Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Βιοχημικό Εργαστήριο
                                                       Εθνικό Κέντρο  Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων


                                                                                          Δρ. Ε. Δ.  Βογιατζάκης
                                                                                      Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Κοινοποίηση εκπαιδευτικής εκδήλωσης

Σας γνωστοποιούμε ότι την Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016 και ώρα 9.15π.μ -10.30 π.μ. στη Αίθουσα Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, του Νοσοκομείου ΓΝΝΘΑ « Η ΣΩΤΗΡΙΑ» (κτίριο 300 Γυναικών, ισόγειο), στο πλαίσιο του Ενδονοσοκομειακού Προγράμματος Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, θα γίνει εκπαιδευτική εκδήλωση με θέμα: «Οξεοβασική ισορροπία και ηλεκτρολυτικές διαταραχές» με ομιλητή τον κ. Ι. Βασιλειάδη, Επ. Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας  ΕΚΠΑ, ΜΕΘ/ΜΑΦ, Α΄ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» και συντονισμός – σχολιασμός την Δρ. Μ. Νταγάνου, Πνευμονολόγος – Εντατικολόγος, ΜΕΘ/ΜΑΦ, Α΄ Πανεπιστημιακή Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ».  Θα σας παρακαλούσαμε για την  ενημέρωση του προσωπικού του τμήματος σας.


                                                                                       
                                  Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Βιοχημικό Εργαστήριο
                                            Εθνικό Κέντρο  Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων


                                                                                          Δρ. Ε. Δ.  Βογιατζάκης
                                                                                      Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ



 Δρ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Δ. ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ MD        
 ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ-ΥΓΙΕΙΝΟΛΟΓΟΣ
 ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΟΣ  
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΣΥ
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΒΙΟΧΗΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ  
     ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΩΝ 
ΓΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ"

ΤΗΛ/ΦΑΞ ΝΟΣ.: 0030210-7702978,  0030210-7763428
ΚΙΝΗΤΟ : 0030-6945891555
e-mail :  vogia2@gmail.com
                                                                                       URL: www.sotiria.gr/new/nrcm/index.htm,
                                                                                        URL: microlabekamsotiria.blogspot.gr

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΕΩΣ ΜΕΣΩ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ



Δρ Ευθυμία Κωνσταντινίδου
Βιοπαθολόγος -Διευθύντρια ΕΣΥ
Μικροβιολογικό Εργαστήριο και Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων ΓΝΝΘΑ


Η μεγάλη διάδοση των αεροπορικών ταξιδιών έχει προκαλέσει και φόβους για τον κίνδυνο μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων από επιβάτες και μάλιστα μετάδοσης σε μεγάλες αποστάσεις. Η πιθανότητα να διαδοθεί μια μολυσματική νόσος από μόλυνση της “καμπίνας” του αεροπλάνου έχει απασχολήσει τις αεροπορικές εταιρείες, τις υγειονομικές αρχές αλλά και το ίδιο το κοινό.  Τα νοσήματα της κατηγορίας αυτής δεν είναι πολλά και περιλαμβάνουν φυματίωση, γρίπη, ιλαρά, SARS, και μηνιγγοκοκκική μηνιγγίτιδα.
Θεωρητικώς μιά τέτοια μόλυνση επειδή ο χρόνος επωάσεως είναι μεγαλύτερος από την διάρκεια ενός ταξιδιού μπορεί να διαφύγει και να μην αναγνωρισθεί. Γι’ αυτό πολλοί υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα είναι συχνότερο από όσο θεωρείται.
Στις αρχές του 1990 υπήρξαν φόβοι διαδόσεως φυματίωσης και μάλιστα ανθεκτικής στα αντιφυματικά φάρμακα από μολυσματικούς ασθενείς σε συνταξιδιώτες τους και το πλήρωμα του αεροσκάφους. Οι φόβοι είχαν  προκαλέσει σχετικό θόρυβο και ανάγκασαν τον ΠΟΥ να εκδώσει οδηγίες για την έκταση του προβλήματος, τους κινδύνους και κατευθύνσεις προς αεροπορικές εταιρείες και υγειονομικές αρχές (1998). Η αρχική εμπειρία ήταν περιορισμένη σε  7 επικίνδυνους ασθενείς έναντι 2600 δυνητικά εκτεθέντων ατόμων. Πέραν της φυματιώσεως όμως προέκυψαν και φόβοι δυνητικής μολύνσεως άλλων αερογενών λοιμώξεων και ανάγκη να υπάρξουν μέτρα μείωσης και περιορισμού των σχετικών κινδύνων. Το πρόβλημα ως κίνδυνος αφορά επιβάτες, πλήρωμα αεροσκάφους αλλά και προσωπικό εδάφους.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η μετάδοση φυματιώσεως κατά την διάρκεια αεροπορικής πτήσεως από επιβάτη πάσχοντα από πνευμονική φυματίωση (ή φυματίωση του λάρυγγα) σε άλλους επιβάτες ή πλήρωμα είναι κατ’ αρχήν δυνατή. Όμως δεν έχει μέχρι σήμερα αποδειχθεί ότι υπάρχει επιβεβαιωμένη φυματίωση που να μεταδόθηκε κατά την διάρκεια αεροπορικής πτήσεως.
Η φυματίωση μεταδίδεται από άτομο σε άτομο αερογενώς μέσω σταγονιδίων που εκπέμπονται κατά τον βήχα, ομιλία ή φτάρνισμα. Ο κίνδυνος εξαρτάται από την μολυσματικότητα του πάσχοντος από ανοιχτή, σπηλαιώδη (“μολύνουσα”) φυματίωση, την διάρκεια εκθέσεως και την στενότητα (συνωστισμό) της εκθέσεως που δημιουργεί συνθήκες συγχρωτισμού. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι ο αερισμός των αεροπλάνων είναι καλύτερος από πολλούς κλειστούς χώρους στο έδαφος (αίθουσες, αυτοκίνητα κλπ). Σε σύντομες πτήσεις ο κίνδυνος είναι ελάχιστος αλλά σε ταξίδια άνω των 8 ωρών ο κίνδυνος είναι ίδιος με τον κίνδυνο ατόμων υπό συνθήκες συγχρωτισμού στο έδαφος. Γι΄αυτό, ένας γενικός κανόνας (ΗΠΑ) είναι όταν το σύστημα αερισμού δεν λειτουργεί και το αεροπλάνο περιμένει στο έδαφος για περισσότερο από 30 λεπτά πρέπει να ανοίγουν οι πόρτες.
Ο κίνδυνος που έχει επισημανθεί αφορά: μετάδοση από θετικό επιβάτη σε συν-επιβάτη που καθόταν στην ίδια σειρά καθισμάτων και στις δύο σειρές πριν και μετά την σειρά εκείνη. Επίσης αναφέρεται και μετάδοση από πάσχον μέλος του πληρώματος σε άλλους συναδέλφους του στο αεροπλάνο ή σε επιβάτες.
Μετά την αναγνώριση του κινδύνου και του πιθανού προβλήματος, έχουν προταθεί διάφορα περιοριστικά μέτρα που αφορούν κυρίως κανονισμούς των αεροπορικών εταιρειών και των αεροδρομίων. Αυτοί οι κανονισμοί πρακτικώς διαφοροποιούνται κατά χώρες με ένα κοινό παρονομαστή την ανάγκη πλήρους ενημέρωσης με εμπιστευτικότητα.  Θεωρείται απαραίτητο να αναβάλλεται το αεροπορικό ταξίδι σε όποιον έχει ανοιχτή φυματίωση μέχρι να συμπληρώσει δύο εβδομάδες αντιφυματικής θεραπείας κι ειδικώς για τις περιπτώσεις πολυανθεκτικής XDR-TBC μέχρι να αρνητικοποιηθούν τα πτύελα. Επίσης απαιτείται σχετική ανημέρωση του ασθενούς με την σύσταση για να φέρει μάσκα κατα την πτήση. Επίσης απαιτείται να αναγγέλονται τα κρούσματα φυματίωσης που σημειώθηκαν μεσα στο πρώτο τρίμηνο ενός αεροπορικού ταξιδιού για να γίνει σχετική επιδημιολογική αναζήτηση.

ΑΙΜΟΛΥΣΗ

Μαρία Γιαννακάκη
Ειδικευόμενη Ιατρός Βιοπαθολόγος
Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων ΓΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ"


H αιμόλυση είναι ένας σημαντικός παράγοντας παρεμβολής που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις εργαστηριακές μετρήσεις. Yπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιμόλυσης κατά την αποθήκευση ή τη μεταφορά των δειγμάτων αίματος. Aκόμα και εάν κάποιες αιμολύσεις είναι μη ανιχνεύσιμες οπτικά, μια απελευθέρωση των ενδοκυττάριων συστατικών στο πλάσμα/ορό μπορεί να έχει συμβεί. Eργαστηριακές μετρήσεις σε ασθενείς με in vivo αιμόλυση (οφειλόμενη σε αιμολυτικη αναιμία διαφόρων αιτιών) διαφοροποιούνται από την in vitro αιμόλυση (που ως επί το πλείστον προέρχεται από ακατάλληλη συλλογή δείγματος και είναι σπάνια). Kατά συνέπεια τα αποτελέσματα μπορεί να είναι συχνά ψευδώς πολύ υψηλά ή πολύ χαμηλά όπως πχ το Κ, LDH, AST, ΟΞΙΝΗ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ, ΝΕΥΡΩΝΟ-ΕΙΔΙΚΗ ΕΝΟΛΑΣΗ.
Η αιμόλυση είναι η απελευθέρωση των ενδοκυττάριων συστατικών των ερυθροκυττάρων, των αιμοπεταλίων και των λευκοκυττάρων στο πλάσμα και μπορεί να είναι ορατή (σε μη ικτερικά δείγματα) ως ένας κόκκινος χρωματισμός του πλάσματος ή του ορού μετά τη φυγοκέντρηση του δείγματος. H συγκέντρωση της ελεύθερης αιμοσφαιρίνης που είναι ορατή ως ένας ερυθρός χρωματισμός στο πλάσμα ή τον ορό κυμαίνεται από 100 έως 300 mg/l.
ΑΙΤΙΕΣ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ
Οι λεπτές βελόνες
Ο διαχωρισμός του δείγματος σε αρκετά φιαλίδια κλπ
Η λύση των αιμοπεταλίων και των κοκκιοκυττάρων μπορεί επίσης να επηρεάσει τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών χωρίς όμως ορατή αιμόλυση.
Η δυνατή ανάδευση του φιαλιδίου μετά την αιμοληψία
Η φυγοκέντρηση πριν την ολοκλήρωση της πήξης
Η φυγοκέντρηση μερικώς πηγμένων δειγμάτων από ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά
Η θετική η αρνητική πίεση στα φιαλίδια δείγματος
Η αραίωση του αίματος με υποτονικό διάλυμα
Η κατάψυξη-απόψυξη του ολικού αίματος
Η αποθήκευση ή μεταφορά του ολικού αίματος
Η παραμονή ολικού αίματος για ημέρες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος
Η προαναλυτική εξέταση φυγοκεντρημένου αίματος αποτέλεσε λόγο απόρριψης του 60% των δειγμάτων λόγο αιμόλυσης. Κατά κανόνα μόνο το 3,2% των αιμολυμένων δειγμάτων οφείλεται σε in vivo αιμόλυση.
ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΜΟΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ Η ΤΟΝ ΟΡΟ
Συστατικά των κυττάρων του αίματος (που οι συγκεντρώσεις τους είναι πάνω από 10 φορές υψηλότερες από τις εξωκυττάριες συγκεντρώσεις τους) μπορεί να αυξήσουν τις τιμές τους σημαντικά, απελευθερούμενες στο πλάσμα ή τον ορό σε in vivo και in vitro αιμόλυση. Συγκεκριμένα, τα επίπεδα ουσιών όπως το Κ, LDH, AST ανευρίσκονται αυξημένα. Ορισμένα συστατικά των οποίων τα επίπεδα μεταβάλλονται και ανευρίσκονται υψηλοτέρα στον ορό σε σχέση με το πλάσμα προέρχονται από την λύση των αιμοπεταλίων δηλαδή του Κ, ΝΕΥΡΩΝΟΕΝΟΛΑΣΗ, ΟΞΙΝΗ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ.
ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ
ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΑ
Παράμετρος: AST
Σχόλια: Η ενεργότητα της AST μέσα στα ερυθροκύτταρα είναι 40 φορές υψηλότερη από ότι στο πλάσμα. Η μέτρηση της AST των ασθενών στο πλαίσιο αιμόλυσης (με τιμές αιμοσφαιρίνης πάνω από 1,5 g/l), προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ενεργότητάς της
Παράμετρος: Χολερυθρίνη
Σχόλια: Ψευδώς χαμηλές συγκεντρώσεις μετρώνται με μια συγκεκριμένη μέθοδο (jendrassik-grof) γιατί η ψευδοπεροξειδική ενεργότητα της αιμοσφαιρίνης αναστέλλει το σχηματισμό αζωχρωμάτων. Αυτή η αναστολή μπορεί να παρατηρηθεί σε περίπτωση που η συγκέντρωση της ελεύθερης αιμοσφαιρίνης στον ορό είναι μεγαλύτερη από 0.8 g/l.
Παράμετρος: CK
Σχόλια: Η αδενυλκινάση που απελευθερώνεται από τα ερυθροκύτταρα αυξάνει την ενζυμική ενεργότητα των μετρήσεων CK, CK-MB
Παράμετρος: FE
Σχόλια: Δυνητικά η αιμοσφαιρίνη θα μπορούσε να είναι μια τεράστια πηγή σιδήρου. Ωστόσο η αθροιστική επίδραση του σιδήρου είναι ασήμαντη. Γιατί η σύνδεση του σιδήρου με την πορφυρίνη είναι πιο ισχυρή από την σύνδεσή του με την τρανσφερρίνη. Οι μέθοδοι προσδιορισμού του σιδήρου μετράνε μόνο τον αποδεσμευμένο από την τρανσφερρίνη σίδηρο (και όχι αυτόν που είναι συνδεδεμένος με άλλα μόρια).
Παράμετρος: Ολικά λευκώματα
Σχόλια: Η αθροιστική επίδραση της αιμοσφαιρίνης στη συγκέντρωση των ολικών λευκωμάτων είναι μικρή αλλά σημαντική.
Παράμετρος: Ουρικό οξύ
Σχόλια: Μόνο υψηλές συγκεντρώσεις αιμοσφαιρίνης προκαλούν χαμηλότερες τιμές στον ορό. Η μέθοδος ουρικάση-καταλάση είναι πιο ευαίσθητη στην παρεμβολή από ότι η μέθοδος ουρικάση-υπεροξειδάση.
Παράμετρος : Κ
Σχόλια: Η συγκέντρωση του καλίου στα ερυθροκύτταρα είναι σχεδόν 25 φορές υψηλότερη από ότι στο πλάσμα. Η συγκέντρωση του καλίου αυξάνεται ακόμα και όταν η in vitro αιμόλυση δεν είναι ορατή μέσω της κόκκινης χροιάς. Αυτό διαπιστώνεται όταν σε ένα δείγμα ολικού αίματος ανευρίσκονται και χαμηλές τιμές γλυκόζης που σημαίνει ότι έχει κρατηθεί αρκετές ώρες σε θερμοκρασία δωματίου
Παράμετρος: Ανόργανος P
Σχόλια: Τα ερυθροκύτταρα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φώσφορο, όμως το μεγαλύτερο μέρος είναι δεσμευμένο σε οργανικά μόρια. Η άθροιση οργανικών φωσφορικών εστέρων στον ορό μπορεί να προκαλέσει απελευθέρωση ανόργανου P που μπορεί να δώσει ψευδώς αυξημένη συγκέντρωση φωσφόρου. Γι αυτό το λόγο ο ορός πρέπει να διαχωρίζεται από τα ερυθροκύτταρα μέσα σε 2 ώρες από την αιμοληψία.
Παράμετρος: Ηλεκτροφόρρηση πρωτεϊνών ορού
Σχόλια: Τα συμπλέγματα αιμοσφαιρίνης-απτοσφαιρίνης (Hb-Ht) κινούνται μεταξύ των κλασμάτων α2 και β- σφαιρινών. Η ελεύθερη αιμοσφαιρίνη σχηματίζει μια διάχυτη κοκκινωπή μπάντα στην περιοχή των β-σφαιρινών.
Παράμετρος: Ανοσολογικές δοκιμασίες.
Σχόλια: Οι ανοσολογικές δοκιμασίες αξιολογούνται (από κατασκευαστές εμπορικών κιτ) για παρεμβολές της αιμόλυσης στις τιμές αποτελεσμάτων, ακριβώς όπως γίνεται σε όλα τα άλλα χημικά τεστ. Ωστόσο οι κατασκευαστές συχνά προσθέτουν μόνο αιμοσφαιρίνη (κυρίως χρησιμοποιείται η ανθρώπειος μεθαιμοσφαιρίνη) σε δείγματα. Όταν υπάρχει υποψία ότι ένας παράγοντας (που σχετίζεται με αιμόλυση) όπως μια ανασοαντιδρώσα αιμοσφαιρίνη παρεμβαίνει, δεν πρέπει να σχετίζεται πάντα με αιμολυση του δείγματος. Τα ερυθροκύτταρα επίσης περιέχουν και άλλα συστατικά εκτός της αιμοσφαιρίνης που μπορούν να παρεμποδίσουν την ανοσολογική αντίδραση. γι αυτό είναι σημαντικό να ερωτηθεί ο κατασκευαστής για το πως ανιχνεύεται ειδικά η ύπαρξη αιμόλυσης στο δείγμα.
ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ
Ερυθρός χρωματισμός πλάσματος και ορού
Απροσδόκητη αύξηση Κ, LDH, AST, ΟΞΙΝΗ ΦΩΣΦΑΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΕΥΡΩΝΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΝΟΛΑΣΗ.
Μείωση της απτοσφαιρίνης ορού
Αύξηση της έμμεσης χολερυθρίνης (κατά κανόνα γιατί τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με τη μέθοδο)
Αύξηση των δικτυοερυθροκυττάρων
Η αιμολυτική παρεμβολή φαίνεται να εξαρτάται γραμμικά από την τελική συγκέντρωση των αιμολυμένων ερυθρών στο δείγμα. Αυτό δημιουργεί συνεπώς μια τάση υπερεκτίμησης της τιμής της ALT, AST, CREA, CK, FE, LDH, ΛΙΠΑΣΗΣ, MG, P, K, και ΟΥΡΙΑΣ. ενώ οι μέσες τιμές της ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗΣ, ALP, CL, G-GT, ΓΛΥΚΟΖΗ και ΝΑ ήταν σημαντικά μειωμένες. Κλινικά σημαντικές μεταβολές στις τιμές της AST, CL, LDH, K, και ΝΑ παρατηρήθηκαν και σε δείγματα που εμφάνιζαν ήπια ή σχεδόν μη ανιχνεύσιμη οπτικά αιμόλυση (αιμοσφαιρίνη ορού κάτω από 0,6 g/l). Η ετερογένεια και η απρόβλεπτη απόκριση που παρατηρείται σε αρκετές παραμέτρους κατά την αιμόλυση εμποδίζει την λήψη αξιόπιστων τιμών αλλά και την δημιουργία αξιόπιστων στατιστικών διορθώσεων των λανθασμένων τιμών με βάση τον βαθμό της αιμόλυσης.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΥΠΩΝ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ
In vitro αιμόλυση
Στην in vitro αιμόλυση έχουμε κόκκινο χρωματισμό του πλάσματος/ορού (αύξηση αιμοσφαιρίνης) και αύξηση Κ, LDH, AST. όμως η απτοσφαιρίνη και ο δικτυοερυθροκυτταρικός δείκτης είναι φυσιολογικά.
Όταν έχουμε απρόβλεπτη αύξηση του Κ αλλά όχι κόκκινο χρωματισμό πλάσματος και ορού, LDH σε φυσιολογικά όρια δηλαδή τιμές ενός αίματος αποθηκευμένο για ημέρες.
Ιn vivo αιμόλυση
In vivo αιμόλυση έχουμε όταν υπάρχει αύξηση αιμοσφαιρίνης (κόκκινο χρώμα πλάσματος ή ορού) αύξηση LDH, αλλά όχι παράλληλη αύξηση του Κ.
Όταν δεν υπάρχει κόκκινος χρωματισμός του πλάσματος/ορού αλλά υπάρχει μείωση της απτοσφαιρίνης και ενδεχόμενη αύξηση των LDH,ΕΜΜΕΣΗΣ ΧΟΛΕΡΥΘΡΙΝΗΣ, ΔΙΚΤΥΟΙΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΩΝ.
Ορός, πλάσμα χωρίς κόκκινο χρωματισμό, αλλά αύξηση LDH, Κ, ΟΞΙΝΗΣΦΩΣΦΑΤΑΣΗΣ. παρατηρείται σε ΘΡΟΜΒΟΚΥΤΤΑΡΟΛΥΣΗ.
ΑΙΜΟΛΥΣΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗΣ
Η συγκέντρωση στον ορό ή το πλάσμα ορισμένων συστατικών μπορεί να αλλάζει για τους εξής λόγους:
Αυξημένες ή ελαττωμένες τιμές λόγο κλίσης συγκεντρώσεις μεταξύ κυττάρων και πλάσματος.
Τα συστατικά που απελευθερώνονται από τα κύτταρα μπορεί να παρεμβληθούν στις χημικές αντιδράσεις της αναλυτικής διαδικασίας του πλάσματος ή του ορού. Πχ η οξειδωτική δραστηριότητα της αιμοσφαιρίνης επηρεάζει τις μετρήσεις της χολερυθρίνης και η απελευθερούμενη αδενυλκινάση τις μετρήσεις του CK).
Η αιμοσφαιρίνη του δείγματος μπορεί να παρεμβληθεί στις χημικές αντιδράσεις γιατί αλλάζει την μοριακή στερεοδομή άρα και τον συντελεστή απορρόφησης του υποστρώματος ή του προϊόντος της αντίδρασης που μετριέται.
Η αιμοσφαιρίνη απορροφά το φως πολύ έντονα στα 415nm. Γι' αυτό η αιμόλυση (σε αυτό το μήκος κύματος) αυξάνει την απορρόφηση και προκαλεί μια έντονη, φαινομενική αύξηση στις συγκεντρώσεις των ουσιών που μετρώνται σε αυτό το φάσμα μήκος κύματος.
Εάν η λύση των ερυθρών προκύπτει από μια in vitro αιτία, προτείνεται ως η καλύτερη διορθωτική λύση να γίνεται ποσοτικοποίηση της ελεύθερης αιμοσφαιρίνης. Έτσι ενημερώνεται ο κλινικός ιατρός και επαναλαμβάνεται η αιμοληψία.


Πηγή: The journal of the international federation of clinical chemistry and laboratory medicine

Λιπαιμία


Μαρία Γιαννακάκη
Ειδικευόμενη Ιατρός Βιοπαθολόγος
Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων ΓΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ"

Μετά τη αιμόλυση, η λιπαιμία, είναι η πιο συχνή αιτία ενδογενών παρεμβολών που μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των διαφόρων εργαστηριακών μεθόδων με διάφορους μηχανισμούς. Η πιο κοινή αιτία των λιπαιμικών δειγμάτων που ανευρίσκονται προαναλυτικά είναι ο λανθασμένος χρόνος αιμοληψίας, μετά το γεύμα ή μετά από παρεντερική χορήγηση συνθετικών γαλακτωμάτων λιπιδίων. Το εργαστήριο πρέπει να γνωρίζει τα προβλήματα της λιπαιμίας, όπως ψευδώς θετικά αποτελέσματα και έλλειψη κοινής τυποποίησης μεταξύ των κατασκευαστών. Σε αντίθεση με άλλες παρεμβολές, η λιπαιμία μπορεί να αφαιρεθεί και η μέτρηση μπορεί να γίνει σε ένα διαυγές δείγμα. Ωστόσο ένα πρωτόκολλο για την αφαίρεση των λιπιδίων από το δείγμα θα πρέπει να επιλέγει προσεκτικά δεδομένου ότι αυτό εξαρτάται από τους αναλυτές που θα προσδιορίσουν τις τιμές του δείγματος.  Η βιβλιογραφία δεν αναφέρει  επαρκή στοιχεία επαλήθευσης των παρεμβολών λιπαιμίας που αναφέρονται από τους κατασκευαστές. Επιπλέον όμως τα κριτήρια αποδοχής των λιπαιμικών δειγμάτων ως μη παρεμβατικά στις τιμές πρέπει να αναθεωρηθούν. Οπότε οι γραπτές διαδικασίες για την ανίχνευση της λιπαιμίας, η άρση της παρεμβολής της και η αναφορά των αποτελεσμάτων των λιπαιμικών δειγμάτων θα πρέπει να είναι διαθέσιμα σε ένα εργαστήριο προκειμένου να τυποποιηθεί η διαδικασία, να μειωθούν τα σφάλματα και να αυξηθεί η ασφάλεια των ασθενών.

Αναλυτική παρεμβολή είναι μια απόκλιση από την πραγματική τιμή του αναλυτή που προκαλείται από την παρουσία κάποιου ενδογενούς ή εξωγενούς ουσίας ή παράγοντα. Η συνολική συχνότητα λιπαιμικών δειγμάτων κυμαίνεται από 0,5-2,5%, ανάλογα με τον τύπο του νοσοκομείου και την αναλογία των εσωτερικών και εξωτερικών ασθενών. Στο εργαστήριο του νοσοκομείου η συχνότητα λιπαιμικών δειγμάτων είναι χαμηλή (λιγότερο από 0.5%). Στους εξωτερικούς ασθενείς η αναλογία αυτή είναι 4 φόρες υψηλότερη από ότι στους ασθενείς του νοσοκομείου. Παρά το γεγονός ότι ορισμένο ποσοστό των λιπαιμικών δειγμάτων προέρχεται από διάφορες παθοφυσιολογικές καταστάσεις (πχ πολλαπλό μυέλωμα, σακχαρώδη διαβήτη, οξεία παγκρεατίτιδα, νεφρική ανεπάρκεια, ή υποθυρεοειδισμός) μερικοί άλλοι προαναλυτικοί παράγοντες συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην εμφάνιση λιπαιμίας.

ΑΙΤΙΕΣ ΛΙΠΑΙΜΙΑΣ

Λιπαιμία είναι μια θολερότητα του δείγματος που προκαλείται από τη συσσώρευση σωματιδίων λιποπρωτείνης. Οι λιποπρωτείνες ποικίλλουν σε μέγεθος άρα δεν συνεισφέρουν όλες οι τάξεις εξίσου στη θολερότητα. Τα μεγαλύτερα σωματίδια, τα χυλομικρά, έχουν το μεγαλύτερο δυναμικό στη θολερότητα. Η συσσώρευση μικρών σωματιδίων λιποπρωτεινών HDL, LDL, VLDL δεν έχει ως αποτέλεσμα εμφανώς ισχυρά λιπαιμικά δείγματα.

Η πιο κοινή αιτία της προαναλυτικής λιπαιμίας είναι ο ανεπαρκής χρόνος μεταξύ γεύματος ή χορήγησης παρεντερικών γαλακτωμάτων λιπιδίων και αιμοληψίας. Στο νοσοκομείο είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Στους εξωτερικούς ασθενείς συνιστάται κατάλληλη προετοιμασία και νηστεία πριν την αιμοληψία. Υπάρχει μεγάλη ετερογένεια στις οδηγίες για την προετοιμασία του ασθενή για τον εργαστηριακό έλεγχο της κατάστασής του αλλά και των λιπιδίων του. Άλλοι υποστηρίζουν τουλάχιστον 8 ώρες νηστείας ενώ άλλοι 10-16 ώρες νηστείας. Αν είναι δυνατόν προκειμένου να αποφευχθεί η λιπαιμία το δείγμα πρέπει να ληφθεί τουλάχιστον 5-6 ώρες μετά την παρεντερική χορήγηση λιπιδίων.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΠΑΡΕΜΒΟΛΗΣ ΛΙΠΑΙΜΙΑΣ

Φυσικές και χημικές παρεμβολές

Συσσώρευση των λιποπρωτεινών στο δείγμα του ασθενούς (κυρίως των μεγαλύτερων σωματιδίων) μπορεί να επηρεάσει μια μετρούμενη σε αναλυτές ουσία λόγο φυσικών και χημικών αλληλεπιδράσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ηλεκτροφορητικές μεθόδους. Κατά την ανάλυση δειγμάτων ασθενών με αυξημένη συγκέντρωση τριγλυκεριδίων (χυλομικρών και VLDL) ανιχνεύτηκε μια ανώμαλη μορφολογία του κλάσματος α2-σφαιρίνης.

Λιπαιμία μπορεί επίσης να παρεμβαίνει μη ειδικά σε διάφορες ανοσοδοκιμασίες. Οι λιποπρωτείνες μπορούν να παρεμβαίνουν με αντίδραση αντιγόνου-αντισώματος με το ανταγωνισμό της θέσης σύνδεσης με τα αντισώματα. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και όταν τα αντισώματα συνδέονται σε μια στερεή επιφάνεια. Ανάλογα με τη φύση της αντίδρασης, αυτή η παρέμβαση των λιποπρωτεινών μπορεί να προκαλέσει είτε ψευδώς αυξημένα είτε ψευδώς μειωμένα αποτελέσματα.

Παρεμβολές στις φασματοφωτομετρικές μεθόδους

Ο μηχανισμός αυτός είναι ίσως ο πιο κοινός τρόπος με τον οποίο η λιπαιμία επηρεάζει τα αποτελέσματα των εργαστηριακών δοκιμών. Λιποπρωτεινικά σωματίδια στο δείγμα μπορεί να απορροφήσουν το φως. Η ποσότητα φωτός που απορροφάται είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μήκος κύματος και μειώνεται καθώς αυτό αυξάνεται από τα 300 στα 700nm. Επομένως οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν χαμηλότερα μήκη κύματος πλήττονται περισσότερο από την  λιπαιμία, επειδή η απορρόφηση είναι η μεγαλύτερη στο χαμηλό τμήμα των φασμάτων. Πολλές μέθοδοι χρησιμοποιούν NAD αντίδραση ως αντίδραση δείκτη για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης μιας μετρώμενης ουσίας. πχ ALT, AST, GLUCOSE. Δεδομένου ότι η αλλαγή στην απορρόφηση του φωτός μετράται στα 340nm οι περισσότερες από αυτές τις μεθόδους επηρεάζονται έντονα από την λιπαιμία.

Μελέτες έχουν δείξει πως η λιπαιμία δεν επιδρά σημαντικά επί της συγκέντρωσης της CRP ενώ έχει σημαντική αρνητική επίδραση στη μέτρηση της κρεατινίνης. Επίσης στη συγκέντρωση της χολερυθρίνης υπάρχουν διαφορές στην έκταση της παρεμβολής της λιπαιμίας. Επιπλέον η επιρροή της λιπαιμίας διαφέρει μεταξύ των αναλυτών ακόμη και αν χρησιμοποιείται η ίδια μεθοδολογία. 

Μη ομοιογένεια του δείγματος

Για τη λήψη ορού ή πλάσματος για μέτρηση σε αναλυτή το αίμα πρέπει να ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΕΙΤΑΙ. Μετά τη φυγοκέντρηση τα σωματίδια λιποπρωτεινών διανέμονται σύμφωνα με την πυκνότητα τους: χυλομικρά και σωματίδια VLDL έχουν χαμηλή πυκνότητα και βρίσκονται στο πάνω μέρος του σωλήνα, σχηματίζοντας ένα διακριτό στρώμα. Συστατικά στο πλάσμα διανέμονται μεταξύ των στρωμάτων ανάλογα με την πολικότητά τους: τα υδρόφοβα μόρια (μη πολικά) διανέμονται στη λιπιδική φάση. διαλυτά μόρια (πολικά) διανέμονται στην υδατική φάση (μικρά μόρια, ηλεκτρολύτες) οπότε δεν θα είναι παρόντα στο άνω μέρος του σωλήνα. Όταν γίνεται δειγματοληψία για μέτρηση από τον αναλυτή, οι περισσότεροι λαμβάνουν δείγμα επιφανειακά, χρησιμοποιώντας αισθητήρες για να αποτρέψουν τη βελόνα από το να πάει πολύ βαθειά μέσα στο σωλήνα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ψευδώς μειωμένη συγκέντρωση ηλεκτρολυτών και μεταβολιτών. Το αντίθετο ισχύει για μη πολικές ουσίες (ορισμένα φάρμακα πχ βαλπροικό οξύ ή στεροειδείς ορμόνες). Αυτές οι ουσίες συσσωρεύονται στο ανώτερο στρώμα των λιπιδίων και η συγκέντρωσή τους θα μειωθεί ψευδώς στο κάτω μέρος του σωλήνα.

Αποτέλεσμα μετατόπισης του όγκου

Ο μηχανισμός αυτός επηρεάζει έντονα τη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών. Το φυσιολογικό πλάσμα αποτελείται από περίπου 92% νερό και 8% λιπίδια. Στο λιπαιμικό δείγμα το ποσοστό των λιπιδίων αυξάνεται και μπορεί να φτάσει μέχρι το 25%. Οι ηλεκτρολύτες διανέμονται στο υδατικό μέρος του δείγματος δηλαδή στο 75% του δείγματος. Μέθοδοι που μετρούν τη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών στο συνολικό όγκο του ορού (συμπεριλαμβανομένης της λιπιδικής φάσης) όπως φωτομετρία φλόγας ή έμμεση ποτενσιομετρία, έχουν ως αποτέλεσμα ψευδώς μειωμένη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών. Πρώτον λόγο της υψηλής αραίωσης πριν από την ανάλυση και δεύτερον πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα μετά τη μέτρηση με τον πλήρη όγκο του ορού προκύπτει ένα λάθος στη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών. Αυτό παρατηρείται σε έντονα λιπαιμικά δείγματα (πάνω από 17mmol/L τριγλυκεριδίων). Οι μέθοδοι που μετρούν τη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών μόνο στην υδατική φάση χωρίς αραίωση (άμεση ποτενσιομετρία) μετράει την πραγματική συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών και δεν επηρεάζεται από τη λιπαιμία. Οι διαφορές μεταξύ των δύο μεθόδων είναι μικρές και εξαρτώνται από το βαθμό της λιπαιμίας.


ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΛΙΠΑΙΜΙΑΣ

Οπτική ανίχνευση

Οπτική ανίχνευση λιπαιμίας στα δείγματα ασθενών μπορεί να ανιχνευτεί εάν η συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων στο δείγμα του ασθενούς είναι πάνω από 3,4 mmol/L. Στα συνολικά δείγματα αίματος η οπτική ανίχνευση είναι πολύ δύσκολη και μπορεί να παρατηρηθεί σε πολύ υψηλότερη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων (πάνω από 11,3mmol/L).Συχνά παραμένει απαρατήρητη.

Μέτρηση συγκέντρωσης τριγλυκεριδίων

Μερικά εργαστήρια περιλαμβάνουν μέτρηση της συγκέντρωσης τριγλυκεριδίων σε μια πρόχειρη εκτίμηση του βαθμού της λιπαιμίας. Ωστόσο η προσέγγιση αυτή έχει επίσης ορισμένα μειονεκτήματα. Η αναλογία των τριγλυκεριδίων διαφέρει μεταξύ των υποτάξεων των λιποπρωτεινών και κυμαίνεται μεταξύ περίπου 50% σε VLDL σωματίδια μέχρι και  85-90% σε χυλομικρά. Έτσι ο βαθμός θολερότητας δεν εξαρτάται μόνο από τη συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων αλλά και από την μορφή που έχουν στο αίμα. Αν δυο λιπαιμικά δείγματα έχουν τον ίδιο λιπαιμικό δείκτη ( τριγλυκεριδίων και χοληστερολης), μπορεί να διαφέρουν στη σύνθεση των σωματιδίων λιποπρωτείνης άρα στη θολερότητα. Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της συγκέντρωσης των λιπιδίων (κυριως τριγλυκεριδίων) και του λιπαιμικού δείκτη όταν συγκρίνονται με δείγμα συγκεκριμένης θολερότητας. Η αντιστοιχία μεταξύ λιπαιμικού δείκτη και συγκέντρωσης τριγλυκεριδίων μεταβάλλεται σε ένα  θολό και σε ένα μη θολό δείγμα.

Τα περισσότερα αντιδραστήρια για την μέτρηση της συγκέντρωσης των τριγλυκεριδίων χρησιμοποιούν ενζυμική μέθοδο που βασίζεται στην οξείδωση της γλυκερίνης σε φωσφορική διυδροξυακετόνη. Η συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων είναι ανάλογη με τον ρυθμό οξείδωσης της γλυκερόλης. Ως εκ τούτου μια αυξημένη ποσότητα εξωγενούς ή ενδογενούς γλυκερόλης στο δείγμα θα έχει ως αποτέλεσμα ψευδώς αυξημένη συγκέντρωση τριγλυκεριδίων (πχ κατανάλωση μπύρας, γενετικές αιτίες συσσώρευσης γλυκερόλης).Γενικά έχει αποδειχτεί πως η μέτρηση της συγκέντρωσης των τριγλυκεριδίων δεν είναι ο ιδανικός τρόπος για την αξιολόγηση λιπαιμίας.

Αυτόματη ανίχνευση L-δείκτη

Σήμερα οι περισσότερες αναλυτικές πλατφόρμες χρησιμοποιούν αυτόματη ανίχνευση και αξιολόγηση του βαθμού λιπαιμίας. Η μέθοδος βασίζεται στην αραίωση του δείγματος στο αλατούχο ή ρυθμιστικό διάλυμα και την μέτρηση των φασμάτων απορρόφησης φωτός σε ένα ευρύ φάσμα μήκος κύματος. Λιπαιμικά δείγματα απορροφούν το φως μεταξύ 300-700nm. Αν και σε περίπτωση ίκτερου και αιμόλυσης υπάρχει αλληλοκάλυψη απορρόφησης στα φάσματα μήκους κύματος της χολερυθρίνης και της αιμοσφαιρίνης με αυτά των λιπαιμικών δειγμάτων στην κάτω περιοχή των μηκών κύματος, ΜΟΝΟ λιπαιμικά δείγματα απορροφούν το φως στα 700nm περίπου και ως εκ τούτου τα εν λόγο μήκη κύματος χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του βαθμού λιπαιμίας. Η απορρόφηση είναι ανάλογη με την ποσότητα των λιπιδίων στο δείγμα. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να προκύψουν στην παρουσία θολερότητας του δείγματος που δεν προκαλείται από την συσσώρευση λιπιδίων αλλά από άλλα μόρια. Υπάρχουν μελέτες που περιγράφουν ψευδώς αυξημένο λιπαιμικό δείκτη με χαμηλές τιμές των επιμερους λιπιδίων (κυρίως τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης) στην περίπτωση παραπρωτεινών στο δείγμα. Επίσης ένας ασυνήθιστα υψηλός λιπαιμικός δείκτης που δεν αντιστοιχεί στα κλινικά χαρακτηριστικά του ασθενούς μπορεί να βοηθήσει στον τελικό προσδιορισμό της προέλευσης της θολερότητας.


ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΛΙΠΑΙΜΙΑΣ

Φυγοκέντρηση

Μια συνιστώμενη διαδικασία για την αφαίρεση της λιπαιμίας είναι η φυγοκέντρηση. Χρησιμοποιώντας υπερφυγόκεντρο η οποία αφαιρει αποτελεσματικά τα λιπίδια και επιτρέπει τη μέτρηση του δείγματος σε μεγάλο αριθμό αναλυτών. Το υψηλό κόστος δεν κάνει τον εξοπλισμό αυτόν διαθέσιμο σε μεγάλο αριθμό εργαστηρίων. Υπερφυγόκεντροι μπορούν να αποκτήσουν δύναμη μέχρι 100.000-2.000.000 g. Ωστόσο έχει αποδεδειχθεί ότι φυγοκέντρηση 10.000 g μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματική για την απομάκρυνση στρώματος λιπιδίων. Φυγόκεντροι όπως την παραπάνω, με μικρότερες δυνάμεις, είναι αποτελεσματικές στον καθαρισμό του δείγματος από τη συσσώρευση των μεγαλυτέρων σωματιδίων, των χυλομικρών. Αν η λιπαιμία οφείλεται στη συσσώρευση των σωματιδίων VLDL η φυγοκέντρηση πρέπει να επαναληφθεί αρκετές φορές προκειμένου να ληφθεί ένα διαυγές δείγμα.

Μετά από φυγοκέντρηση ένα λιπιδικό στρώμα στην κορυφή του σωλήνα αφαιρείται και η μέτρηση γίνεται στο υποκείμενο υγρό. Αυτό δεν είναι αποδεκτό για τη μέτρηση των ορμονών, φαρμάκων και άλλων υδρόφοβων ουσιών γιατί διανέμονται στο υπερκείμενο λιπιδικό στρώμα και μετρώντας το υποκείμενο υγρό δίνονται ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. 

 Εξαγωγή

Τα λιπίδια μπορούν να εξαχθούν με τη χρήση πολικών διαλυτών (πολυαιθυλενογλυκόλη ή κυκλοδεξτρίνη). Είναι συνήθως μη τοξικά μη ιονικά πολυμερή που δεσμεύουν λιπίδια. Μετά από φυγοκέντρηση αυτά τα σωματίδια καταβυθίζονται στον πυθμένα του σωλήνα και η μέτρηση πραγματοποιείται σε ένα διαυγές υπερκείμενο υγρό. Όμως ακόμη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για όλες τις παραμέτρους γιατί με την εξαγωγή των λιπιδίων προέκυπταν αναξιόπιστες μετρήσεις σε G-GT, CKMB, Tροπονίνη T κλπ.

Αραιώσεις δείγματος

Σε ορισμένους αναλυτές το δείγμα μπορεί να αραιωθεί αρκετά μόνο για την αφαίρεση της παρεμβολής της θολερότητας ενός λιπαιμικού δείγματος, αλλά όχι πάρα πολύ για να είναι βέβαιο ότι η συγκέντρωση της ουσίας που μετριέται παραμένει εντός των αναλυτικών ορίων (2 ή 3 φορές). Αυτή είναι ίσως η καλύτερη προσέγγιση για τη μέτρηση του θεραπευτικού εύρους των φαρμάκων σε λιπαιμικά δείγματα.


Το κείμενο προέρχεται από άρθρο της BIOCHEMICA MEDICA

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

24η ΜΑΡΤΙΟΥ 2016: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ


Στις 24 Μαρτίου του 1882 ο Robert Koch ανακοίνωσε την ανακάλυψη του αιτίου της φυματίωσης. Σε ανάμνηση λοιπόν εκείνης της ημέρας, η 24η Μαρτίου καθιερώθηκε από τoν Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τη Διεθνή Ένωση κατά της Φυματίωσης και των Νόσων του Αναπνευστικού Συστήματος ως Παγκόσμια Ημέρα Φυματίωσης. Η καθιέρωση αυτή αποσκοπεί στην ενημέρωση, στην ευαισθητοποίηση και στην ανάληψη δράσεως κατά της φυματίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. 


Το Μάιο του 2014, η ΠΟΥ έθεσε ως στόχο τη μείωση της θνησιμότητας από τη φυματίωση κατά 95% έως το 2035. Το 2012 όμως, η φυματίωση σκότωσε 1.300.000 ανθρώπους γεγονός που την κάνει το πιo θανατηφόρο νόσημα παγκοσμίως μετά το HIV/AIDS.  Η εξάλειψη της φυματίωσης αποτελεί έναν από τους στόχους ανάπτυξης του ΟΗΕ έως το 2030 (SDGs). Ωστόσο, κάθε χρόνο, 9.000.000 άνθρωποι  νοσούν από τη φυματίωση, ενώ 3.000.000 ασθενείς με φυματίωση δεν έχουν πρόσβαση στη φροντίδα που έχουν ανάγκη.
Αν και το νόσημα δεν λείπει από τα ανεπτυγμένα κράτη, είναι κυρίως νόσημα των υπό ανάπτυξη χωρών.  Μεγάλος αριθμός των ανθρώπων  με φυματίωση ανήκει  στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου  και σε ευάλωτες  κοινότητες όπως οι μετακινούμενοι πληθυσμοί, οι ουσιοεξαρτημένοι, οι άνθρωποι με ΗΙV/AIDS, οι φυλακισμένοι, τα εκδιδόμενα άτομα.

Η φυματίωση εξοντώνει ακόμη και τώρα άτομα, οικογένειες, κοινωνίες, οικονομίες. Σήμερα, το 1/3 του κόσμου –περισσότεροι από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι – έχουν μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.  Εξαιρετικά επικίνδυνες οι ανθεκτικές μορφές της, κάνουν πλέον αισθητή την εμφάνισή τους. Σύγχρονες μελέτες έχουν δείξει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων με υπερανθεκτική –XDR φυματίωση απόκτησαν το νόσημα από έναν άλλον άνθρωπο και όχι ως αποτέλεσμα της δικής τους θεραπευτικής αποτυχίας. Kαθώς η θεραπεία της είναι πιο ακριβή, αυτό μπορεί μόνον να σημαίνει ότι εάν η φυματίωση δεν εξαλειφθεί, το κόστος της θεραπείας απλώς θα ακολουθεί μια ανοδικά κλιμακούμενη πορεία.
 
Είναι σαφές πως απαιτούνται μεγαλύτερες επενδύσεις τόσο στη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπεία, όσο και στην πρόληψη του νοσήματος.

Στην Ελλάδα, αν και η φυματίωση ανήκει στα υποχρεωτικώς δηλούμενα νοσήματα, η επιτήρηση της νόσου και των μέτρων ελέγχου δεν είναι ικανοποιητική. Με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα, κατά την τελευταία δεκαετία δηλώνονται κατά μέσο όρο 6 νέες περιπτώσεις φυματίωσης ανά 100.000 πληθυσμού το χρόνο, αλλά σημαντικό παραμένει το φαινόμενο της υποδήλωσης, με αποτέλεσμα να μην αποτυπώνεται με σαφήνεια η επιδημιολογική εικόνα της νόσου στη χώρα. Το 60% των δηλουμένων κρουσμάτων αφορά σε Έλληνες, το 40% σε άτομα αλλοδαπής εθνικότητας, ενώ κατά την τελευταία τριετία αυξήθηκαν σημαντικά τα περιστατικά φυματίωσης σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (κρατούμενοι, Χ.Ε.Ν, άνθρωποι με HIV/AIDS, κλπ)  

Προβλήματα υπάρχουν στη στελέχωση των αντιφυματικών/πνευμονολογικών ιατρείων, στην εργαστηριακή υποστήριξη  για τη διάγνωση του νοσήματος, ενώ συχνά παρατηρούνται ελλείψεις  φαρμάκων κυρίως στα δευτερεύοντα αντιφυματικά φάρμακα.

Τα μέτρα ελέγχου διασποράς του μυκοβακτηριδίου κατά κανόνα υπολείπονται σημαντικά. Δεν υπάρχουν προγράμματα επιβλεπόμενης θεραπείας  (DOT) και αν και ο εμβολιασμός με BCGείναι υποχρεωτικός, σημαντικό ποσοστό του παιδικού πληθυσμού δεν καλύπτεται.
Η οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα μετά το 2010,  και οι δραστικές περικοπές στην υγεία έχουν ακόμη περισσότερο επιδεινώσει την κατάσταση καθώς όλα τα προγράμματα πρόληψης για τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού αντιμετώπισαν σημαντικές μειώσεις χρηματοδότησης. Οι αυξημένες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές και οι κακές συνθήκες διαβίωσης, καθιστούν την επαγρύπνηση για τη φυματίωση μια επείγουσα ανάγκη.
Η Παγκόσμια Ημέρα για τη Φυματίωση  βρίσκει την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία, να διεκδικεί τώρα  πρόσβαση στη διάγνωση, στον έλεγχο και στη θεραπεία για όλους όσους το χρειάζονται.

Οι Συντονιστές της Ομάδας Εργασίας Φυματίωσης της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας , Χ. Μπότση και  Μ. Τσικρικά

Ο Πρόεδρος 
της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας
Τουμπής Μιχαήλ
 



 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ 2016: ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΕΚΑΜ

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος το Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων του ΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ", με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Φυματίωσης 2016, παρέχει στον ιστότοπο του WHONET-Greece τα νεότερα δεδομένα που αφορούν στη διάγνωση της φυματίωσης και στον έλεγχο της αντοχής στα αντιφυματικά φάρμακα στην Ελλάδα.
Τα δεδομένα αυτά είναι προσβάσιμα στην ιστοσελίδα http://www.mednet.gr/whonet/  (Mycobacterium tuberculosis)

Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΛΕΙ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ



Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Φυματίωσης, την 24 Μαρτίου 2016, καλεί τις χώρες και τους εταίρους να ενώσουν τις δυνάμεις τους για τον τερματισμό της φυματίωσης έως το έτος 2030.



Ο στόχος αυτός είναι αρκετά φιλόδοξος. Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην καταπολέμηση της φυματίωσης, με 43 εκατομμύρια ζωές να έχουν σωθεί από το 2000, η μάχη έχει κερδηθεί μόνο κατά το ήμισυ: πάνω από 4.000 άτομα χάνουν τη ζωή τους κάθε μέρα από την κορυφαία αυτή μολυσματική ασθένεια. Η φυματίωση χτυπά με μεγαλύτερη ένταση τις κοινότητες και τις ομάδες υψηλού κινδύνου που είναι περισσότερο ευάλωτες, τους φτωχούς, τους αδύναμους και τους περιθωριοποιημένους.

Η εξάλειψη της φυματίωσης θα επιτευχθεί μόνο με μεγαλύτερη συνεργασία εντός και μεταξύ των καρτών και κυβερνήσεων, καθώς και με εταίρους από την κοινωνία των πολιτών, των κοινοτήτων, των ερευνητών, του ιδιωτικού τομέα και τους φορείς ανάπτυξης, του συνόλου δηλαδή της κοινωνίας, με προσέγγιση διεπιστημονική και στο πλαίσιο της καθολικής κάλυψης υγείας.

Διαβάστε περισσότερα: GLOBAL TB PROGRAMME NewsFlash




Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Θα θέλαμε να ενημερώσουμε το προσωπικό του Εργαστηριακού Τομέα του ΓΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ" ότι στις επικαιροποιημένες ιστοσελίδες του Μικροβιολογικού Εργαστηρίου & Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων και συγκεκριμένα στην κατηγορία "ΚΛΙΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΕΚΑΜ-Οδηγίες" έχει αναρτηθεί η ελληνική μετάφραση του διεθνούς Προτύπου Διαχείρισης Εργαστηριακού Βιολογικού Κινδύνου CWA 15793: 2008. 

Πρόκειται για ιδιαίτερα επίπονη και μακροχρόνια εργασία που πραγματοποιήθηκε από την ειδικευμένη πλέον Ιατρό Βιοπαθολόγο και στέλεχος του εργαστηρίου μας κ. Β. Δένδια, την οποία και συγχαίρουμε για την προσπάθειά της. 

Ελπίζουμε ότι η ελληνική έκδοση του προτύπου που προορίζεται για εσωτερική χρήση στο εργαστήριό μας θα αποτελέσει έναν χρήσιμο οδηγό και πέρα από τα στενά όρια του ΓΝΝΘΑ "Η ΣΩΤΗΡΙΑ".





Δρ. Δ. Παπαβέντσης,  Επιμελητής Α’ Ε.Σ.Υ., Μικροβιολογικό Εργαστήριο
& Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» 


Δρ Σ. Καράμπελα,  Διευθύντρια Ε.Σ.Υ.,  Μικροβιολογικό Εργαστήριο
& Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» 


Δρ. Ε.Δ. Βογιατζάκης, Συντονιστής Διευθυντής Ε.Σ.Υ., Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ»

Κοινοποίηση εκπαιδευτικής εκδήλωσης

Σας γνωστοποιούμε ότι την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016 και ώρα 9.15π.μ -10.30 π.μ. στη Αίθουσα Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, του Νοσοκομείου ΓΝΝΘΑ « Η ΣΩΤΗΡΙΑ» (κτίριο 300 Γυναικών, ισόγειο), στο πλαίσιο του Ενδονοσοκομειακού Προγράμματος Εκπαίδευσης των Εργαστηρίων, θα γίνει εκπαιδευτική εκδήλωση με θέμα: «Νεότερες τεχνικές στη διάγνωση της σηψαιμίας. Η εμπειρία από την εφαρμογή τους σε εργαστήριο ρουτίνας» με ομιλήτρια την κ. Γ. Βρυώνη, MD, PhD, Αναπλ. Καθηγήτρια Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Παν/μιου Αθηνών και συντονισμός – σχολιασμός την κ. Α. Κουτσούκου, MD, PhD, Αναπλ. Καθηγήτρια Εντατικής Θεραπείας, Ιατρικής Σχολής Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Υπεύθυνη ΜΕΘ/ΜΑΦ, Α΄ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική, ΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ».  Θα σας παρακαλούσαμε για την  ενημέρωση του προσωπικού του τμήματος σας.
                                                                                      
                                                           Μικροβιολογικό Εργαστήριο & Βιοχημικό Εργαστήριο
                                                           Εθνικό Κέντρο  Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων

                                                                            Δρ. Ε. Δ.  Βογιατζάκης
                                                                       Συντονιστής Διευθυντής ΕΣΥ

Ευρωπαϊκό Εγχειρίδιο Εργαστηριακών Διαγνωστικών Μεθόδων Φυματίωσης

Δρ. Δ. Παπαβέντσης 
Επιμελητής Α’ Ε.Σ.Υ. Μικροβιολογικού Εργαστηρίου
& Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ»
 
Η Φυματίωση αποτελεί σημαντική αιτία νοσηρότητας και την πρώτη λοιμώδη αιτία θνησιμότητας παγκοσμίως. Η ποιοτική εργαστηριακή διάγνωση είναι η βάση τόσο για την θεραπευτική αντιμετώπιση του ασθενούς όσο και για τον έλεγχο της νόσου σε επίπεδο Δημόσιας Υγείας.

Στις 14/3/2016 το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) που εδρεύει στην Στοκχόλμη της Σουηδίας, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του την ανανεωμένη έκδοση του Ευρωπαϊκού Εγχειριδίου Εργαστηριακής Διάγνωσης Φυματίωσης (Handbook on TB laboratory diagnostic methods for the European Union, ECDC, 2016). Ο στόχος του εγχειριδίου είναι να παρέχει στα μέλη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εργαστηρίων Αναφοράς Φυματίωσης (ERLTB-Net), αλλά και σε όλα τα εργαστήρια που συμβάλλουν στη διάγνωση της φυματίωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις βασικές διαγνωστικές μεθόδους και τα πρωτόκολλα διάγνωσης τόσο της λανθάνουσας όσο και της ενεργού νόσου. Το ECDC έχει θέσει ως στόχο το εγχειρίδιο αυτό να αποτελέσει κείμενο αναφοράς όχι μόνο για τη διάγνωση αλλά και για τη βελτίωση των δεδομένων επιτήρησης της νόσου στην Ευρώπη.


Στην πρώτη έκδοση, η οποία κυκλοφόρησε το 2011 με τον τίτλο "Mastering the basics of TB control: Development of a handbook on TB diagnostic methods" και αφορούσε στην ανάπτυξη του εγχειριδίου, τα εργαστηριακά πρωτόκολλα είχαν συμπεριληφθεί ως παράρτημα. Η νέα αναθεωρημένη έκδοση, έχει επικαιροποιηθεί και περιλαμβάνει 10 κεφάλαια τα οποία έχουν γραφτεί από μέλη του δικτύου ERLTB-Net με μακροχρόνια εμπειρία στην εργαστηριακή διάγνωση της φυματίωσης.


Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η ΛΥΣΣΑ ΩΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ



Δρ Ευθυμία Κωνσταντινίδου
Βιοπαθολόγος -Διευθύντρια ΕΣΥ
Μικροβιολογικό Εργαστήριο και Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Μυκοβακτηριδίων ΓΝΝΘΑ


      Η  λύσσα φαίνεται ότι «ξαναχτυπά» την πόρτα στην Ελλάδα ,μετά από αρκετό καιρό πλήρους απουσίας της. Νόσος βασικώς των αγρίων ζώων, είχε από παλιά θεωρηθεί (και ακόμη είναι) σε μεγάλη έκταση όταν εκδηλωθεί. 

Πρακτικά δεν υπάρχει μέρος του κόσμου απαλλαγμένο από τη λύσσα 100%. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Βρετανία εθεωρείτο «ελεύθερη περιοχή» , χωρίς να είναι απολύτως βέβαιον ότι η πρόσφατη κινητικότητα των ζώων δεν θα κάνει και εκεί «νέα εισαγωγή». Και τούτο παρά την μεγάλη αυστηρότητα με την οποία ελέγχεται η είσοδος των ζώων στην χώρα εκείνη. 

Από τη λύσσα πρακτικώς νοσούν όλα τα θηλαστικά, άγρια και εξημερωμένα.  Ενδιαφέρον έχει ο ρόλος στη διασπορά του ιού της νυχτερίδας ,που θεωρείται από πολλούς βασικός κρίκος της επιδημιολογικής αλυσίδας της. Αλλά και  η αλεπού, τα τσακάλια, τα κουνάβια, οι λύκοι, οι νυφίτσες ,δεν είναι σπάνιοι «μεταφορείς» του ιού. Από τα ήμερα ζώα, ο σκύλος και η γάτα ,είναι για τους ανθρώπους, από πλευράς πιθανοτήτων επαφής, τα πλέον επικίνδυνα, γιατί κυκλοφορούν τον χώρο του ανθρώπου . Η «επικοινωνία» αγρίων ζώων με εξημερωμένα στις υπαίθριες περιοχές καθόλου δεν αποκλείεται ,στην αλυσίδα της μετάδοσης. Και ο άνθρωπος ευρίσκεται στο μέσον της επικίνδυνης αυτής αλυσίδας. Κινδυνεύει τόσο από τα εξημερωμένα ζώα ,με τα οποία η επαφή του είναι καθημερινή, όσο και από τα άγρια, όταν αναπτύσσει ειδικές δραστηριότητες ,όπως το κυνήγι και ο αγροτουρισμός. Η Ευρώπη σήμερα για λόγους, που ακόμη δεν είναι πολύ καλά γνωστοί, έχει ευρεθεί στο επίκεντρο διαδόσεως της νόσου. Τούτο αφορά περισσότερο τη βαλκανική ζώνη και επιβάλλει επαγρύπνηση. Στη βαλκανική ζώνη το φαινόμενο «ζεστάθηκε» πάλι λόγω των συρράξεων που ακολούθησαν τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία κλπ) ,που αναπόφευκτα προκάλεσαν μετακινήσεις της άγριας πανίδας. Είναι δε κοινώς παραδεκτό ότι η λύσσα είναι πρόβλημα κυρίως σε χώρες με κακής ποιότητας δημόσια υγεία.  Για τον λόγο αυτόν, η Ελλάδα επιβάλλεται έγκαιρα να ευαισθητοποιηθεί με την κατάλληλη ενημέρωση, χωρίς βέβαια κλίμα πανικού. Η οικονομική κρίση ,εκτός από όλα τα άλλα δεινά, «κινδυνεύει» να μας καταστήσει περισσότερο ευάλωτους και σε αυτό το σημείο ,εάν δεν κινητοποιηθούμε έγκαιρα.

Τι μπορεί να περιλάβει μια τέτοια κινητοποίηση?

Έλεγχος των αδέσποτων σκύλων-εμβολιασμός των σκύλων. 

Τοποθέτηση ειδικών εμβολίων, υπό μορφή δολωμάτων, σε περιοχές αγρίων ζώων-όχι με σκοπό τη θανάτωση ,αλλά τον εμβολιασμό τους μέσω της τροφής. Η πρόσφατες πρόοδοι στο σημείο αυτό είναι εντυπωσιακές. 

Έλεγχος των εισαγομένων ζώων.

Ενεργοποίηση του δικτύου των παλαιών Λυσσιατρείων, εφοδιασμός των με τα νέα αντιλυσσικά εμβόλια για χρήση. Σήμερα κυκλοφορούν νεότερα, εξελιγμένα εμβόλια που δεν προκαλούν τις «κλασσικές» και επίφοβες παρενέργειες των παλαιοτέρων. Εφοδιασμός με αντιλυσσικό ορό που σήμερα δεν ανευρίσκεται εύκολα στις διεθνείς αγορές. Συζήτηση για απόφαση τυχόν «προφυλακτικού εμβολιασμού» σε άτομα υψηλού κινδύνου μολύνσεως όπως γίνεται αλλού. 

Η λύσσα υπήρξε πρόβλημα και κατά το παρελθόν ,όταν η οργάνωση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, η ετοιμότητα, η επικοινωνία και κυρίως η διεθνής συνεργασία και ο κλάδος της ιολογίας ,που μελετά τον ιό σε όλες του τις λεπτομέρειες ,δεν είχαν τη σημερινή τους ζηλευτή ανάπτυξη. Τότε αντιμετωπίσθηκε από τις παλιότερες ιατρικές γενιές με επιτυχία μέχρι εκριζώσεως. Δεν υπάρχει κανένας λόγος η επιτυχία αυτή να μην μπορεί να επαναληφθεί και σήμερα.  



Εικόνα. Ο ιός της Λύσσας σχηματικά. Εικόνα από το CDC. Ο Ιός της Λύσσας έχει σχήμα σφαίρας περιστρόφου και ανήκει στην οικογένεια των ραβδο-ιών που περιλαμβάνει τουλάχιστον 3 γένη ιών για ζώα. Ένα από αυτά τα γένη είναι ο ιός της λύσσας.  Είναι ιός RNA. Tο γενετικό του υλικό κωδικοποιεί 5 πρωτείνες που έχουν ονομασθεί N, P, M, G, και L.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...

Κάντε «κλικ» στον τίτλο για να εμφανιστεί το πλήρες κείμενο... η επιλέξτε από το οριζόντιο μενού κατηγορία αναρτήσεων

=========================================================================